- λαρυγγολογικός
- -ή, -όσχετικός με τη λαρυγγολογία.επίρρ...λαρυγγολογικώς και -άαπό λαρυγγολογική άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαρυγγολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαρυγγολογία: Υποβλήθηκε σε λαρυγγολογική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)